- άκτοινος
- ἄκτοινος, -ονστη Μυκηναϊκή η λέξη απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει αυτόν που δεν έχει κτοῑναν, δηλ. τμήμα γης (ονομαστική πληθυντικού στη Μυκηναϊκή a-ko-to-no).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κτοῖνα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.